επαχθώς

επαχθώς
(Α ἐπαχθῶς)
επίρρ. με τρόπο επαχθή, αφόρητα, δυσάρεστα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπαχθῶς — ἐπαχθής heavy adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθλιπτικός — ή, ό 1. δυσβάστακτος, καταπιεστικός («καταθλιπτική φορολογία») 2. αυτός που προκαλεί κατάθλιψη, βαθιά θλίψη (α. «καταθλιπτική ατμόσφαιρα» β. «καταθλιπτικό περιβάλλον») 3. φρ. «καταθλιπτική αντλία» αντλία που λειτουργεί με ισχυρή πίεση. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”